- σουμερικός
- και σουμεριακός, -ή, -ό, Ν [Σουμερία / Σουμέριοι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουμερίους ή στη Σουμερία («Σουμερικός Κατάλογος τών Βασιλέων»)2. το θηλ. ως ουσ. η Σουμερική και Σουμεριακήη αρχαιότερη γραπτή γλώσσα, με γεωγραφική επέκταση στη νότια Μεσοποταμία και με σφηνοειδή γραφή, τής οποίας μαρτυρίες υπάρχουν από το 3100 περίπου π.Χ. ώς τη χριστιανική περίοδο, αλλά η οποία, ως ομιλούμενη γλώσσα, αντικαταστάθηκε από την σημιτική Ακκαδική το 2000 περίπου π.Χ.
Dictionary of Greek. 2013.