σουμερικός

σουμερικός
και σουμεριακός, -ή, -ό, Ν [Σουμερία / Σουμέριοι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουμερίους ή στη Σουμερία («Σουμερικός Κατάλογος τών Βασιλέων»)
2. το θηλ. ως ουσ. η Σουμερική και Σουμεριακή
η αρχαιότερη γραπτή γλώσσα, με γεωγραφική επέκταση στη νότια Μεσοποταμία και με σφηνοειδή γραφή, τής οποίας μαρτυρίες υπάρχουν από το 3100 περίπου π.Χ. ώς τη χριστιανική περίοδο, αλλά η οποία, ως ομιλούμενη γλώσσα, αντικαταστάθηκε από την σημιτική Ακκαδική το 2000 περίπου π.Χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουμερικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Σουμέριους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουμεριακός — ή, ό, Ν βλ. σουμερικός …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”